υπογλωττίς

υπογλωττίς
-ίδος, ἡ, Α
βλ. ὑπογλωσσίς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπογλωττίς — ὑπογλωσσίς , ὑπογλωσσίς swelling on the under side of the tongue fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HYPOGLOTTIS — Graece ὑπογλωττὶς, nomen coronae, sic dictae, quod ea sit frenum quasi loquacitati, inter pocula plerumque oriri solitae: de qua vide Athen. l. 15. c. 6. et 7. p. 677. et 678. Polluc. l. 4. c. 25. Casub. ad Athen. et C. Paschal. Coron. l. 2. c. 4 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπογλωσσίς — και αττ. τ. ὑπογλωττίς, ίδος, ἡ, Α 1. οίδημα στη στοματική κοιλότητα κάτω από τη γλώσσα 2. η κάτω επιφάνεια τής γλώσσας 3. ο χαλινός τής γλώσσας 4. φάρμακο για τον βήχα 5. στεφάνι από ὑπόγλωσσον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλῶσσα + επίθημα ίς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”